κόρρας

κόρρας
κόρρᾱς , κόρση
temple
fem acc pl (attic doric)
κόρρᾱς , κόρση
temple
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κόρρας, Γιώργος — (Κόρινθος 1948 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός, πριν στραφεί στη σκηνοθεσία. Οι ταινίες του ξεχωρίζουν για την καταγραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”